- αντίμετρο
- τομέτρο το οποίο λαμβάνεται για να εξουδετερώσει κάποιο άλλο μέτρο, να προλάβει μια ενέργεια του αντιπάλου ή να την εξουδετερώσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντίμετρο, το — και συνηθ. στον πληθ., αντίμετρα ενέργειες για εξουδετέρωση άλλων ενεργειών: Πάρθηκαν αντίμετρα κατά της χώρας Α που απαγόρεψε την εισαγωγή ελληνικών προϊόντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek